- δάνιον
- δάνειονloanneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ՓՈԽՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0950 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ՓՈԽՈՐԴ ՓՈԽՈՐԴԻ. δάνιον, ἁμοιβή compensatio, sors. Ծնունդ փոխոյ. տոկոսիք. եւ Փոխարէն. *Մեղադիր լինիս, որպէս թէ փոխ ետուր, եւ չառեր զփոխորդին. Սեբեր. ՟Ժ: *Տայ փոխ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈԽՈՐԴԻ — (դւոյ կամ դոյ.) NBH 2 0950 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ՓՈԽՈՐԴ ՓՈԽՈՐԴԻ. δάνιον, ἁμοιβή compensatio, sors. Ծնունդ փոխոյ. տոկոսիք. եւ Փոխարէն. *Մեղադիր լինիս, որպէս թէ փոխ ետուր, եւ չառեր զփոխորդին. Սեբեր. ՟Ժ: *Տայ փոխ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)